- πολυφλέγματος
- -ον, Ααυτός που έχει πολύ φλέγμα, μεγάλη ψυχρότητα, αδιαφορία.[ΕΤΥΜΟΛ. < πολυ-* + -φλέγματος (< φλέγμα, -ατος), πρβλ. λευκο-φλέγματος].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
πολυφλεγμάτοις — πολυφλέγματος having much phlegm masc/fem/neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πολυφλεγμάτους — πολυφλέγματος having much phlegm masc/fem acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)